Η γνωστή και πατροπαράδοτη έννοια της λέξης ατόφιος όπως αυτή ορίζεται από τα λεξικά είναι:
ατόφιος, -ια, -ιο επίθ. [ < μσν. αυτόφυος < αρχ. αυτοφυής] ακέραιος, ολόκληρος, Αντίθ. λειψός, μισερός II ολόιδιος, επίρ. ατόφια
Στις μέρες μας όμως οι λέξεις και οι έννοιες αλλάζουν. Αν κάποιος “googlaρει” την συγκεκριμένη λέξη θα βρει μια κάπως μεταλλαγμένη ερμηνεία:
ατόφιος
επίθ α / θ / ουδ ατόφιος, ατόφια, ατόφιο [a'tofcos, a'tofca, a'tofco] αυθεντικός, καθαρός (ατόφιο χρυσάφι)
Έτσι και εμείς λοιπόν θα προσπαθήσουμε να σας παρουσιάσουμε τις 2 όψεις του κάθε νομίσματος.
ατόφιος, -ια, -ιο επίθ. [ < μσν. αυτόφυος < αρχ. αυτοφυής] ακέραιος, ολόκληρος, Αντίθ. λειψός, μισερός II ολόιδιος, επίρ. ατόφια
Στις μέρες μας όμως οι λέξεις και οι έννοιες αλλάζουν. Αν κάποιος “googlaρει” την συγκεκριμένη λέξη θα βρει μια κάπως μεταλλαγμένη ερμηνεία:
ατόφιος
επίθ α / θ / ουδ ατόφιος, ατόφια, ατόφιο [a'tofcos, a'tofca, a'tofco] αυθεντικός, καθαρός (ατόφιο χρυσάφι)
Έτσι και εμείς λοιπόν θα προσπαθήσουμε να σας παρουσιάσουμε τις 2 όψεις του κάθε νομίσματος.
Είστε σούπερ και ατόφια παρέα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλοτάξιδο!